αγγλομαθής

αγγλομαθής
-ής, -ές
αυτός που ξέρει την αγγλική γλώσσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγγλομαθής — ές γνώστης τής αγγλικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + μαθής < μανθάνω] …   Dictionary of Greek

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • αγγλόγλωσσος — η, ο αυτός που γνωρίζει και μιλά την αγγλική γλώσσα, αγγλομαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + γλώσσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”